γκαραντί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκαραντί < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική garanti
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαραντί ουδέτερο άκλιτο
- η εγγύηση
Επίθετο επεξεργασία
γκαραντί άκλιτο
γκαραντί ουδέτερο άκλιτο
γκαραντί άκλιτο