γκαρίγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκαρίγκ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκαρίγκ αρσενικό (συνήθως άκλιτο, αλλά σπάνια αναφέρεται και στον πληθυντικό: γκαρίγκες)
- μεσογειακή θαμνώδης βλάστηση
- ※ Γκαρίγκ “Garrigue” (υποβαθμισμένη μακκία): ένας τύπος ανοιχτής, θαμνώδους, αείφυλλης μεσογειακής βλάστησης, συνήθως αναπτυσσόμενη σε ασβεστολιθικά εδάφη (Τα 50 Κορυφαία (TOP 50) Φυτά των Νησιών της Μεσογείου, Επιμέλεια: Bertrand de Montmollin, Wendy Strahm, εκδ. IUCN/SSC Ομάδα Ειδικών για τα Φυτά των Νησιών της Μεσογείου, 2007, σελ. 106 [1])
- ※ Χαρακτηρίζεται από την τυπική μεσογειακή θαμνώδη βλάστηση (γκαρίγκες) που είναι πυκνότερη στις βόρειες πλαγιές εξαιτίας της μεγαλύτερης υγρασίας και της λιγότερης εξάτμισης (Η Κύπρος μας: το περιοδικό των αποδήμων, τόμ. 19-34, Υπηρεσία Αποδήμων, 1981, σελ. 14)
- ※ Εις μεγάλον αριθμών ξηροφυτικών ειδών ή μείωσις τής διαπνοής επιτυγχάνεται διά παχέως στρώματος έφυμενίδος, ώς τούτο διαπιστούται εις τό πουρνάρι, δρύν τήν άρίαν, τήν μυρτιάν, τά κούμαρα (άρβούτοι) και όλα σχεδόν τά εις τά μακί και γκαρίγκ (garigues) (Δημήτριος Σ. Καββαδάς, Εικονογραφημένον Βοτανικόν - Φυτολογικόν Λεξικόν, Τόμος ΣΤ΄, 2015, σελ. 2816 [2])