γιόλο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΝέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιόλο < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: YOLO, yolo
Επιφώνημα
επεξεργασίαγιόλο
- (αργκό), αρκτικόλεξο ζεις μόνο μια φορά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιόλο ουδέτερο άκλιτο
- καλοπερασάκιας, ακρατής, που προβάλλει παράλληλα ως ηθικό έρεισμα και αξία το δικαίωμα στην ακραία καλοπέραση και τα άσκοπα ρίσκα
Σημειώσεις
επεξεργασίαΗ λέξη γράφεται σχεδόν πάντα με λατινικούς χαρακτήρες YOLO ή yolo
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιόλο
|