γιατροπορεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγιατροπορεύομαι
- παριστάνω το γιατρό του εαυτού μου, κάνω τα γιατρό και προσπαθώ να κάνω καλά εμένα ή κάποιον άλλο με ό,τι μπορώ να σκαρφιστώ χωρίς να ειμαι ειδικός, εφαρμόζω πρόχειρες θεραπείες, γιατροσόφια
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιατροπορεύομαι
|