γιατροπορέψουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαγιατροπορέψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γιατροπορεύω
- θα γιατροπορέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γιατροπορεύω