γητέψει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαγητέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γητεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γητεύω
- θα γητέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γητεύω