γηπεδοποιήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαγηπεδοποιήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γηπεδοποιώ
- θα γηπεδοποιήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γηπεδοποιώ