γεροκομήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γεροκομήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεροκομώ
- θα γεροκομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεροκομώ
γεροκομήσεις