Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεροκομώ < (ελληνιστική κοινή) γηροκομέω

  Ρήμα επεξεργασία

γεροκομώ και γηροκομώ

  1. φροντίζω έναν ηλικιωμένο, συνήθως της οικογένειάς μου
    αν δεν κάνεις παιδιά, ποιος θα σε γεροκομήσει;

  Μεταφράσεις επεξεργασία