Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γερέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γερεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γερεύω
  3. θα γερέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γερεύω