Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γεννᾶται
  • γ΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική και υποτακτική μέσου ενεστώτα του ρήματος γεννάω (γεννῶ}
  • "Χριστός γεννᾶται σήμερον"
→ δείτε τη λέξη  γεννάω