Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γεννᾶται
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
γεννᾶται
γ΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική και υποτακτική μέσου ενεστώτα του ρήματος
γεννάω
(
γεννῶ
}
"
Χριστός
γεννᾶται
σήμερον
"
→
δείτε
τη λέξη
γεννάω