γεννοβολήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γεννοβολήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεννοβολώ
- θα γεννοβολήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεννοβολώ
γεννοβολήσεις