Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γεννηθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεννιέμαι
  2. θα γεννηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεννιέμαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος γεννιέμαι