Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γενναιοδώρως < γενναιόδωρ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

γενναιοδώρως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία