Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γειτνιάσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γειτνιάζω
  2. θα γειτνιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γειτνιάζω