Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεισίποδες < γεῖσον και πούς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεισίποδες (πληθυντικός)

Παράγωγα επεξεργασία