Ετυμολογία

επεξεργασία

γεηρός < γέα

  Επίθετο

επεξεργασία

γεηρός, ός, όν

  • γήινος, απ΄τη γη
    ἃ νῦν αὐτῇ, ἅτε γῆν ἑστιωμένῃ, γεηρὰ καὶ πετρώδη πολλὰ καὶ ἄγρια περιπέφυκεν

Συνώνυμα

επεξεργασία