γείνομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγείνομαι < γίγνομαι ή πάντως συγγενές με αυτό, με θέμα γεν
Ρήμα
επεξεργασίαγείνομαι
- γεννιέμαι και γεννώ (ανάλογα με το αν ήταν παθητική ή μέση φωνή ή ανάλογα με την εποχή του κειμένου)
- μήτηρ ἥ μ᾽ ἐγείνατο : η μάνα που με γέννησε
- πατρὶς ἥ μ᾽ ἐγείνατο
- ἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷ, πατροκτόνον Οἰδιπόδαν : γέννησε τον ίδιο του τον θάνατο
- οι γεινάμενοι: οι γονείς, ὁ γεινάμενος (πατέρας) και ἡ γειναμένη (μητέρα)