Ετυμολογία

επεξεργασία
γαργαλιέμαι < γαργαλάω

γαργαλιέμαι

  1. κάποιος με γαργαλάει και νιώθω
    α)την ανάγκη να γελάσω
    β)ενόχληση
    γ)ερωτική επιθυμία
  2. εν δυνάμει νιώθω το γαργάλημα, δηλαδή αυτή τη στιγμή κανείς δεν με γαργαλάει αλλά αν με αγγίξουν σε κάποιες περιοχές θα αισθανθώ γαργάλημα (σε αντιδιαστολή προς ανθρώπους που δεν γαργαλιώνται εύκολα ή και που δεν αισθάνονται το γαργάλημα καθόλου)

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστ. γαργαλιέμαι παρατατ. γαργαλιόμουν μέλλοντας θα γαργαλιέμαι και θα γαργαληθώ αόριστος γαργαλήθηκα παρακειμενος έχω γαργαληθεί (η μετοχή γαργαλημένος, αλλά αδόκιμη)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία