γαργαλιέμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαργαλιέμαι < γαργαλάω
Ρήμα επεξεργασία
γαργαλιέμαι
- κάποιος με γαργαλάει και νιώθω
- α)την ανάγκη να γελάσω
- β)ενόχληση
- γ)ερωτική επιθυμία
- εν δυνάμει νιώθω το γαργάλημα, δηλαδή αυτή τη στιγμή κανείς δεν με γαργαλάει αλλά αν με αγγίξουν σε κάποιες περιοχές θα αισθανθώ γαργάλημα (σε αντιδιαστολή προς ανθρώπους που δεν γαργαλιώνται εύκολα ή και που δεν αισθάνονται το γαργάλημα καθόλου)
Συγγενικά επεξεργασία
- γαργαλάω-γαργαλώ
- γαργαλίζω
- γαργαλεύω
- γαργαλιστικός
- γαργαλιάρης
- γαργάλημα - γαργάλεμα - γαργάλισμα - γαργαλητό
Κλίση επεξεργασία
- ενεστ. γαργαλιέμαι παρατατ. γαργαλιόμουν μέλλοντας θα γαργαλιέμαι και θα γαργαληθώ αόριστος γαργαλήθηκα παρακειμενος έχω γαργαληθεί (η μετοχή γαργαλημένος, αλλά αδόκιμη)
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαργαλιέμαι
|