Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γαργαλήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γαργαλώ
  2. θα γαργαλήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γαργαλώ