Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γανιάξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γανιάζω
  2. θα γανιάξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γανιάζω