Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γαλακτοποιήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γαλακτοποιώ
  2. θα γαλακτοποιήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γαλακτοποιώ