γίνει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαγίνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γίνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γίνομαι
- θα γίνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γίνομαι