Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βύθισις < βυθί(ζω)+ -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βύθισις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία