βυθομετρήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαβυθομετρήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βυθομετρώ
- θα βυθομετρήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βυθομετρώ