βροντοκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβροντοκοπώ
- χτυπάω δυνατά και επίμονα (π.χ. μια πόρτα για να μου ανοίξουν), προκαλώ βρόντο
- Τι βροντοκοπάς έτσι την πόρτα; Κουφοί είμαστε;
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βροντοκοπάω - βροντοκοπώ | βροντοκοπούσα | θα βροντοκοπάω - βροντοκοπώ | να βροντοκοπάω - βροντοκοπώ | βροντοκοπώντας | |
β' ενικ. | βροντοκοπάς | βροντοκοπούσες | θα βροντοκοπάς | να βροντοκοπάς | βροντοκόπα - βροντοκόπαγε | |
γ' ενικ. | βροντοκοπάει - βροντοκοπά | βροντοκοπούσε | θα βροντοκοπάει - βροντοκοπά | να βροντοκοπάει - βροντοκοπά | ||
α' πληθ. | βροντοκοπάμε - βροντοκοπούμε | βροντοκοπούσαμε | θα βροντοκοπάμε - βροντοκοπούμε | να βροντοκοπάμε - βροντοκοπούμε | ||
β' πληθ. | βροντοκοπάτε | βροντοκοπούσατε | θα βροντοκοπάτε | να βροντοκοπάτε | βροντοκοπάτε | |
γ' πληθ. | βροντοκοπάν(ε) - βροντοκοπούν(ε) | βροντοκοπούσαν(ε) | θα βροντοκοπάν(ε) - βροντοκοπούν(ε) | να βροντοκοπάν(ε) - βροντοκοπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βροντοκόπησα | θα βροντοκοπήσω | να βροντοκοπήσω | βροντοκοπήσει | ||
β' ενικ. | βροντοκόπησες | θα βροντοκοπήσεις | να βροντοκοπήσεις | βροντοκόπα - βροντοκόπησε | ||
γ' ενικ. | βροντοκόπησε | θα βροντοκοπήσει | να βροντοκοπήσει | |||
α' πληθ. | βροντοκοπήσαμε | θα βροντοκοπήσουμε | να βροντοκοπήσουμε | |||
β' πληθ. | βροντοκοπήσατε | θα βροντοκοπήσετε | να βροντοκοπήσετε | βροντοκοπήστε | ||
γ' πληθ. | βροντοκόπησαν βροντοκοπήσαν(ε) |
θα βροντοκοπήσουν(ε) | να βροντοκοπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βροντοκοπήσει | είχα βροντοκοπήσει | θα έχω βροντοκοπήσει | να έχω βροντοκοπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βροντοκοπήσει | είχες βροντοκοπήσει | θα έχεις βροντοκοπήσει | να έχεις βροντοκοπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βροντοκοπήσει | είχε βροντοκοπήσει | θα έχει βροντοκοπήσει | να έχει βροντοκοπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βροντοκοπήσει | είχαμε βροντοκοπήσει | θα έχουμε βροντοκοπήσει | να έχουμε βροντοκοπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βροντοκοπήσει | είχατε βροντοκοπήσει | θα έχετε βροντοκοπήσει | να έχετε βροντοκοπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βροντοκοπήσει | είχαν βροντοκοπήσει | θα έχουν βροντοκοπήσει | να έχουν βροντοκοπήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βροντοκοπώ
|