Ετυμολογία

επεξεργασία
βροντοκοπώ < βροντώ + -κοπώ

βροντοκοπώ

  1. χτυπάω δυνατά και επίμονα (π.χ. μια πόρτα για να μου ανοίξουν), προκαλώ βρόντο
    Τι βροντοκοπάς έτσι την πόρτα; Κουφοί είμαστε;

  Μεταφράσεις

επεξεργασία