Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βρομίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βρομίζω
  2. θα βρομίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βρομίζω