βρεθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαβρεθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βρίσκομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βρίσκομαι
- θα βρεθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βρίσκομαι