Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βραδιάσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βραδιάζω
  2. θα βραδιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βραδιάζω