βραδιάσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
βραδιάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βραδιάζω
- θα βραδιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βραδιάζω
βραδιάσουμε