Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βραβεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βραβεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βραβεύω
  3. θα βραβεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βραβεύω