Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βρέξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βρέχω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βρέχω
  3. θα βρέξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βρέχω