βρέ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρέ < κατά τον Μπαμπινιώτη[1] < ελληνιστική κοινή μωρέ μέσω τύπων μρέ, μπρέ < αρχαία ελληνική μῶρε, κλητική του μωρός
- ή κατά τον Πετρούνια[2] < οθωμανική τουρκική ? (bre)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: βρε
Επιφώνημα επεξεργασία
βρέ!
- (μειωτικό, προσβλητικό) άλλη μορφή του μωρέ
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ βρέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.