Ετυμολογία

επεξεργασία
βράχυνσις < αρχαία ελληνική βραχύν(ω) + -σις < βραχύς
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: βράχυνση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βράχυνσις θηλυκό