βράχυνσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- βράχυνσις < αρχαία ελληνική βραχύν(ω) + -σις < βραχύς
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: βράχυνση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβράχυνσις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- βράχυνσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)