βούε
Τσακωνικά (tsd)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαβούε αρσενικό
- πληθυντικός αριθμός του βου
- ⮡ ο βου - βούε
- το βόδι (o βους) - βόδια
- ⮡ ο βου - βούε
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σελ.195.jpg, τόμ.1 - , Τόμος 1ος@academyofathens, σελ.196.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens