βουκολιάζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουκολιάζομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
βουκολιάζομαι
Συγγενικά επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
- δωρικός τύπος : βωκολιάζομαι (μέλλοντας στη δωρική διάλεκτο): βωκολιαζοῦμαι
Πηγές επεξεργασία
- βουκολιάζομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βουκολιάζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.