βουκελλάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουκελλάριος < από την βουκέλλα (είδος ψωμιού) < μεσαιωνική ελληνική βούκα (μπουκιά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουκελλάριος ουδέτερο ( & βουκελάριος)
- ο φύλακας του άρτου, εκείνος που κουβαλούσε τις τροφές των βυζαντινών στρατιωτών ώστε να μην επιβαρύνονται και με αυτές στις εκστρατείες τους (αναφορά του Κωνστναντίνου του Πορφυρογέννητου)
- θέμα Βουκελλαρίων ήταν το 6ο θέμα ή διοικητική υποδιαίρεση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσά την ΄Αγκυρα και συστάθηκε γύρω στο 750
- επίλεκτο τμήμα στρατού που πιθανόν αρχικά δεν ανήκε στον κρατικό στρατό αλλά αμοιβόταν από γαιοκτήμονες ή πλούσιους βυζαντινούς ως τρόπον τινά ιδιωτικός στρατός και ο οποίος πάντως εντάχθηκε στον κυρίως στρατό -αναφέρεται ότι κάποια τάγματα βουκελαρίων έτρωγαν χωριστά και καλύτερα από τους άλλους οπλίτες και μοιράζονταν ένα στρογγυλό ψωμί από το οποίο πήραν και το όνομά τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία βουκελλάριος