Ετυμολογία

επεξεργασία
βουκελλάριος < από την βουκέλλα (είδος ψωμιού) < μεσαιωνική ελληνική βούκα (μπουκιά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουκελλάριος ουδέτερο ( & βουκελάριος)

  1. ο φύλακας του άρτου, εκείνος που κουβαλούσε τις τροφές των βυζαντινών στρατιωτών ώστε να μην επιβαρύνονται και με αυτές στις εκστρατείες τους (αναφορά του Κωνστναντίνου του Πορφυρογέννητου)
  2. θέμα Βουκελλαρίων ήταν το 6ο θέμα ή διοικητική υποδιαίρεση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσά την ΄Αγκυρα και συστάθηκε γύρω στο 750
  3. επίλεκτο τμήμα στρατού που πιθανόν αρχικά δεν ανήκε στον κρατικό στρατό αλλά αμοιβόταν από γαιοκτήμονες ή πλούσιους βυζαντινούς ως τρόπον τινά ιδιωτικός στρατός και ο οποίος πάντως εντάχθηκε στον κυρίως στρατό -αναφέρεται ότι κάποια τάγματα βουκελαρίων έτρωγαν χωριστά και καλύτερα από τους άλλους οπλίτες και μοιράζονταν ένα στρογγυλό ψωμί από το οποίο πήραν και το όνομά τους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία