βομβαρδίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαβομβαρδίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βομβαρδίζω
- θα βομβαρδίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βομβαρδίζω
βομβαρδίσεις