Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βομβαρδίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βομβαρδίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βομβαρδίζω
  3. θα βομβαρδίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βομβαρδίζω