Δείτε επίσης: βωλοκοπῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βολοκοπώ < αρχαία ελληνική βωλοκοπέω / βωλοκοπῶ

  Ρήμα επεξεργασία

βολοκοπώ (παθητική φωνή: βολοκοπούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία