Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βολιδοσκόπησις: → δείτε τη λέξη βολιδοσκόπηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βολιδοσκόπησις θηλυκό