Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βολιδοσκόπησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βολιδοσκοπώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βολιδοσκοπώ