Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βολευτείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βολεύομαι
  2. θα βολευτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βολεύομαι