Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βολέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βολεύω
  2. θα βολέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βολεύω