Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βοήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βοώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βοώ
  3. θα βοήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βοώ