βοήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
βοήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βοώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βοώ
- θα βοήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βοώ
βοήσει