βλοσυρότης
Ετυμολογία
επεξεργασία- βλοσυρότης < βλοσυρ(ός) + -ότης
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: βλοσυρότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβλοσυρότης θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- βλοσυρότης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- βλοσυρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.