Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βλασφήμησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
βλασφήμησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
βλασφημώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
βλασφημώ