Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιτρώ < γαλλική vitraux < vitrail

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιτρώ ουδέτερο άκλιτο

  1. μορφή ζωγραφικής σε γυαλί που επιτρέπει στο φως να το διαπερνά
  2. το χρωματισμένο γυαλί που χρησιμοποιείται για να κατασκευάσει κανείς διακοσμημένα παράθυρα ή άλλα αντικείμενα, τα οποία διαπερνά το φως

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία