Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοδότης < βίος +δίδωμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοδότης

  • αυτός που δίνει ζωή