βιαιοπραγήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
βιαιοπραγήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βιαιοπραγώ
- θα βιαιοπραγήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βιαιοπραγώ